φάνταγμα
Смотреть что такое "φάνταγμα" в других словарях:
φάνταγμα — το, ατος 1. το να φαντάζει κάτι, να είναι επιδεικτικό: Αυτό το δαχτυλίδι είναι φάνταγμα. 2. φαντασμός, φανταγμός, επιδεικτικότητα, έπαρση, ξίπασμα: Με τη σπάταλη δεξίωσή του έδειξε το φάνταγμά του. 3. φανταστική παράσταση, φαντασία: Ο ζωγράφος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάνταγμα — το, Ν βλ. φάντασμα … Dictionary of Greek
φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
φανταγμός — ο φάνταγμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)